- δυνησομαι
- δυνήσομαιHom., Men. fut. к δύναμαι См. δυναμαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυνήσομαι — δύναμαι to be able aor subj mid 1st sg (epic) δύναμαι to be able fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυνήσομ' — δυνήσομαι , δύναμαι to be able aor subj mid 1st sg (epic) δυνήσομαι , δύναμαι to be able fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)